- προλεταριάτο
- Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις που πιστεύεται ότι οργανώθηκαν σε εκατονταρχίες από τον Σέρβιο Τούλλιο. Η σημερινή όμως έννοια του προλετάριου και του π. αναφέρεται στον τύπο του αγροτικού και βιομηχανικού εργάτη, όπως διαμορφώθηκε μέσα στην πορεία της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της εκβιομηχάνισης, δηλαδή μετά τον 18o αι. Και με αυτή την έννοια εμφανίζεται ο όρος στη Γαλλία στους ουτοπιστές και σοσιαλιστές συγγραφείς (Σεν-Σιμόν, Kονσιντεράν, Μπλαν, Προυντόν) και κατόπιν στον Μαρξ. Προλετάριοι είναι οι εξαρτημένοι εργάτες, σε οποιονδήποτε παραγωγικό τομέα και αν ανήκουν (βιομηχανικό π., αγροτικό π.), που φέρνουν στην αγορά ως εμπόρευμα όχι τα προϊόντα της εργασίας τους αλλά την εργατική τους δύναμη, τις μυϊκές τους δυνάμεις και τις τεχνικές τους ικανότητες, και παίρνουν σε αντάλλαγμα, ως τίμημα, ένα μισθό. Ιστορικά, το π. αναπτύσσεται από την αποσύνθεση της βιοτεχνίας των πόλεων, που προκάλεσαν ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, το σύστημα των εργοστασίων και η εισαγωγή των μηχανών, και πολλαπλασιάζεται με τη συνεχή εισροή αγροτών μικροϊδιοκτητών, εργατών της γης κλπ., που διώχνονται από τα χωράφια τους ή αναγκάζονται να γίνουν μεροκαματιάρηδες από την πρόοδο της καπιταλιστικής συγκέντρωσης (περιφράξεις, κατάργηση των κοινοτικών κτημάτων, πέρασμα από την αυτοκατανάλωση στην παραγωγή εμπορευμάτων).
Η πολύμορφη ποικιλία των στρωμάτων και τάξεων της προκαπιταλιστικής κοινωνίας περιορίστηκε έτσι σε δύο βασικές τάξεις: την αστική, που αποτελείται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής και του χρηματικού κεφαλαίου, και το π., που αποτελείται από εκείνους που πωλούν εργατική δύναμη.
Τα ενδιάμεσα στρώματα (μικροαστοί των πόλεων και χωρικοί) τείνουν να χάσουν την ανεξαρτησία τους και να περάσουν στην τάξη των εξαρτημένων εργατών (προλεταριοποίηση), έστω και αν μερικές φορές διατηρούν σχετικά ανώτερο επίπεδο από άποψη εισοδήματος και κοινωνικής εμφάνισης. Το π. είναι, κατά τη σοσιαλιστική αντίληψη, η τάξη που είναι προορισμένη να λύσει τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, απελευθερώνοντας με τη δική του χειραφέτηση όλη την ανθρωπότητα, επιβάλλοντας με την ταξική πάλη σε εθνική και διεθνή κλίμακα (προλεταριακός διεθνισμός) την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και μία κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς κρατική οργάνωση. Ως ενδιάμεση φάση μεταξύ του αστικού καθεστώτος και της κομουνιστικής κοινωνίας, η μαρξιστική αντίληψη υποστηρίζει την ανάγκη της δικτατορίας του π. (ο όρος ανάγεται στον Μαρά), που νοείται ως ηγεμονία της εργατικής τάξης, σε όλα τα μη αστικά στοιχεία και άσκηση της πολιτικής εξουσίας εναντίον της αστικής τάξης με βάση την άμεση δημοκρατία και τον ταυτισμό του πολίτη με τον παραγωγό. Ιδιαίτερα με τις μορφές που πήρε στη σοβιετική πράξη και στις θεωρίες του Λένιν, η έννοια αυτή είναι η κύρια διαχωριστική γραμμή στο οργανωμένο εργατικό κίνημα μεταξύ της κομουνιστικής τάσης και της σοσιαλδημοκρατικής.
Η κοινωνιολογική πραγματικότητα του π. υπήρξε αντικείμενο μελέτης από τις αρχές του 19ου αι., παράλληλα με την αριθμητική του ανάπτυξη και την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής του. Τόσο επίσημες επιτροπές έρευνας, όσο και μεμονωμένοι ερευνητές, ουτοπιστές, πολιτικοί και συνδικαλιστικοί ηγέτες άφησαν όγκο εργασιών σχετικών με τις συνθήκες εργασίας και ζωής, με το ποσοστό των ασθενειών, με την κατάσταση των παιδιών, των γυναικών, των ανέργων των περισσότερο καταπιεζόμενων και περιθωριακών στρωμάτων (υποπρολεταριάτο), μαζί με μεταρρυθμιστικές προτάσεις ή ουτοπιστικά οράματα βελτίωσης ή απελευθέρωσης. Στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (Die Lage der arbeitenden Klassen in England, 1845) του Ένγκελς, και στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου (Das Kapital), του Μαρξ, η ανάλυση των συνθηκών ζωής του π. και της εξαθλίωσης συνδυάζεται με την ανάλυση των οικονομικών διαρθρώσεων και την υπόδειξη ενός σοσιαλιστικού πολιτικού προγράμματος. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., ενώ συνεχίζονταν οι έρευνες, εμπλουτισμένες με καλύτερα οργανωμένη στατιστική επεξεργασία (μελέτες του Ένγκελς για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς κλπ.), το ενδιαφέρον των μελετητών στράφηκε προς τη συγκρότηση ενός ειδικού εργατικού πολιτισμού, που έχει τα δικά του σχήματα συμπεριφοράς, κατανάλωσης, αναψυχής, ιδιαίτερες οργανωτικές, ιδεολογικές, πολιτικές εκδηλώσεις, και χαρακτηρίζεται από συνειδητή αντίθεση στα πρότυπα που προσφέρει η αστική κοινωνία, και δημιουργεί προοπτικές για μια γενική ανασυγκρότηση της κοινωνίας (Αλμπβάκ, Τέοντορ Γκάιγκερ, Γκούρβιτς). Στον 20ό αιώνα, μερικοί Αμερικανοί και Γάλλοι μελετητές (Φριντμάν, Πιερ Ναβίλ), μίλησαν για ένα νέο τύπο π., που τείνει να διαλυθεί μέσα σε μια αυξανόμενη συμμετοχή στα στρώματα της μέσης τάξης εξαιτίας της μεγαλύτερης εξειδίκευσης της εργασίας και της διάδοσης της μόρφωσης ή με τη γενίκευση των μαζικών καταναλώσεων και των προτύπων χρησιμοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Δεν λείπουν όμως και εκείνοι που επιμένουν στην ειδική μορφή των εργατικών συνθηκών, της ταξικής πάλης και της προλεταριοποίησης με νέες μορφές της μικροαστικής τάξης, όπως μαρτυρούν, για παράδειγμα, οι αναλύσεις της υπαλληλικής εργασίας που διεξήγαγε ο Τσαρλς Ράιτ Μιλς.
«Το προλεταριάτο σε πορεία», πίνακας μεγάλης εκφραστικότητας του Τζ. Πελίτσα ντα Βολπέντο λεπτομέρεια μεγαλύτερης σύνθεσης με το γενικό τίτλο «Η τέταρτη τάξη» (ανάκτορο Μαρίνο, Μιλάνο).
* * *το, Ν1. οικονομική και κοινωνική τάξη αποτελούμενη από τους μισθωτούς εργάτες, το εισόδημα τών οποίων προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση τής εργατικής τους δύναμης2. φρ. «δικτατορία τού προλεταριάτου» — βλ. δικτατορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. proletariat < λατ. prolet-arius «φτωχός που υπηρετεί το κράτος μόνο με την τεκνοποιία» < proles «παιδί, απόγονος»].
Dictionary of Greek. 2013.